μπασταρδεύω

μπασταρδεύω
1. μετ.
1) подделывать, фальсифицировать; искажать, извращать; 2. αμετ. 1) быть фальсифицированным, подвергаться фальсификации; 2) перен. перерождаться, изменяться к худшему

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μπασταρδεύω" в других словарях:

  • μπασταρδεύω — μπασταρδεύω, μπαστάρδεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπασταρδεύω — [μπάσταρδος] 1. νοθεύω 2. νοθεύομαι, εκφυλίζομαι 3. διαστρέφω κάτι κακοβούλως («μην μπασταρδεύεις τα λόγια μου») …   Dictionary of Greek

  • αμπαστάρδευτος — η, ο [μπασταρδεύω] ο μη μπασταρδεμένος, ο γνήσιος …   Dictionary of Greek

  • μπαστάρδεμα — το [μπασταρδεύω] 1. νοθεία 2. εκφυλισμός …   Dictionary of Greek

  • εκφυλίζω — εκφύλισα, εκφυλίστηκα, εκφυλισμένος, μτβ. 1. (για οργανικά όντα), κάνω κάτι να χάσει τις φυσικές ιδιότητες του είδους ή του γένους του, αλλοιώνω τη φύση του, το μπασταρδεύω: Η κατάχρήση των ναρκωτικών εκφυλίζει τον άνθρωπο. 2. χειροτερεύω κάτι,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»